- ἐμβολέα
- ἐμβολέᾱ , ἐμβολεύςanything put inmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβολισμός — ο (AM ἐμβολισμός) νεοελλ. 1. η προώθηση τού βλήματος με τη βοήθεια τού εμβολέα στο κοίλο μέρος τού πυροβόλου 2. η εκτέλεση μιας ολόκληρης διαδρομής τού εμβόλου τών μηχανών 3. η προσβολή πλοίου με έμβολο κατά την εμβολή μσν. εμβόλιμη ημέρα αρχ.… … Dictionary of Greek
εμβόλευση — η η εισαγωγή βλήματος σε πυροβόλο όπλο με εμβολέα … Dictionary of Greek
εμβολισμός — ο 1. η προώθηση του βλήματος στο κοίλο του πυροβόλου, που γίνεται με το έμβολο ή τον εμβολέα (βλ. λλ.). 2. (μηχ.), η παλινδρομική κίνηση του εμβόλου, δηλ. η διαδρομή του από το ένα νεκρό σημείο ως το άλλο. 3. (για πλοία), η προσβολή με το έμβολο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)